Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αφήνω μιά

  • 1 αφήνω

    (αόρ. άφηκα, αφήκα и άφησα, παθ. αόρ. αφέθηκα) μετ.
    1) выпускать, отпускать;

    αφήνω να πέσει κάτι — выпускать из рук, ронять;

    2) выпускать, отпускать, освобождать;

    αφήνω ελεύθερο — или αφήνω να βγεί — выпускать на свободу, освобождать;

    αφήνω κάποιον ελεύθερο — освобождать кого-л. (из тюрьмы и т. п.);

    άφησε τον καημό του να ξεσπάσει он дал выход своему горю;
    μην τον αφήσεις (να φύγει) не отпускай его, не разрешай ему уйти; 3) ставить, класть;

    αφήνω κάτω κάτι

    ставить на землю что-л.;

    αφήνω κάτι κάπου — класть что-л, на место;

    4) выпускать, упускать;

    αφήνω να μού ξεφύγει ( — или διαφύγει) κάτι — упустить что-л, из виду;

    μην αφήσεις την ευκαιρία не упускай случая;
    5) выпускать, испускать;

    αφήνω μιά φωνή — вскрикнуть;

    6) перен. пускать, позволять, разрешать;
    άφησε με να περάσω позволь мне пройти; 7) оставлять, покидать; расставаться (с кем-чем-л.); бросать (человека, дело и т. п.);

    αφήν τό πόστο μου — оставлять свой пост;

    άφησε το παιδί του στην κούνια δυό χρονών он расстался со своим ребёнком, когда тому было два года;

    αφήνω στην τύχη — или αφήνω ερμαιο της τύχης — бросить на произвол судьбы;

    αφήνω την γυναίκα μου — бросать жену;

    αφήν στο δρόμο — оставлять беззащитными, беспомощными;

    τό άφησε στη μέση он не довёл это до конца;

    αφήνω τό ζήτημα άλυτο — оставить вопрос нерешённым;

    τα χαράματα αφήσαμε το χωριό на рассвете мы покинули деревню;
    8) оставлять (кому-л. что-л.); τα 'φάγε όλα, τίποτε δεν άφησε а) он всё съел, ничего не оставил; б) он промотал, протратил всё без остатка;

    αφήνω σ'άνάμνηση — оставлять на память;

    9) оставлять, завещать;
    άφησε στα παιδιά του πολλά χρήματα он оставил своим детям много денег; 10) оставлять, доверять, поручать;

    αφήνω κάποιον στο πόδι μου — назначить кого-л. своим заместителем, оставить кого-л. своим заместителем, оставить кого-л. вместо себя;

    μου άφησε το παιδί του он мне оставил своего ребёнка;
    11) уступать в цене; продавать со скидкой; 12) оставить в стороне, обойти; δεξιά αφήσαμε το ποτάμι река осталась с правой стороны; 13) приносить, давать доход;

    τό μαγαζί δεν αφήνει τίποτε — магазин не приносит дохода;

    14) дать срок, время; отсрочить, отложить;
    άφησε με να σκεφθώ дай мне подумать; άφησε το γράψιμο γι' αργότερα отложи письмо на более позднее время; 15) бросать, переставать; отказываться (от чего-л.);

    αφήν τό πιοτό (τον καπνό) — бросать пить (курить);

    δεν τ' άφησ' ακόμα τα δικά του он ещё не отказался от своих привычек;
    αφήστε τ' αστεία бросьте шутить; шутки в сторону; 16) (в формулах прощания):

    σ' αφήν την καλή νυχτιά — уходя, желаю тебе доброй ночи;

    αφήνω γεια — я прощаюсь, до свидания;

    αφήνω γεια της φτώχειας — распрощаться с бедностью;

    § αφήνω τα γένεια μου — отпускать бороду;

    αφήνω πού... — не говоря о том, что...;

    αφήνω κάποιον στον τόπο — убить, уложить кого-л. на месте;

    αφήνω κατά μέρος ( — или στη μπάντα) — а) оставить в стороне; — б) отложить;

    αφήνω χρήματα στη μπάντα — откладывать, копить деньги;

    αφήνω στην ίδια τάξη — оставить на второй Год;

    αφήνω πίσω — оставить позади;

    αφήνω την εντύπωση — оставить впечатление;

    μ' αφήνει γεια το παντελόνι — брюки уже износились;

    ο πάππους μας άφησε χρόνους (или γεια) дедушка приказал долго жить;

    οπως διαβάζει αφήνει τα μισά — читая, он половину пропускает;

    αφησέ τό! оставь!, брось!;
    αφήστε τα! оставьте!, бросьте!; άφησε με ήσυχο или άφησε με, σε παρακαλώ оставь меня в покое; ας τ' αφήσουμε αυτά оставим это;

    δεν τον αφήνεις! — оставь его, не трогай его;

    αφήνομαι

    1) — доверяться (кому-л.), полагаться (на кого-л.);

    αφήνομαι σε σας — или αφήνομαι επάνω σας — я на вас полагаюсь;

    δεν πρέπει ν' αφήνεται κανείς στη λύπη — не нужно поддаваться горю;

    αφήνομαι στην απόφαση σας — я заранее согласен с вашим решением, поступайте по своему усмотрению;

    2) демобилизоваться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αφήνω

  • 2 χάρη

    η
    1) прелесть; грация, изящество; миловидность; 2) услуга, любезность, одолжение;

    κάνε μου τη χάρη — окажи мне любезность, будь любезен, будь добр;

    3) благодарность, признательность;

    έχω χάρη — благодарю;

    θα σού χρωστώ μεγάλη χάρη γιά... — я тебе буду очень признателен за...;

    να 'χεις χάρη τού πατέρα σου — благодари своего отца;

    4) юр. помилование;

    δίνω χάρη — или απονέμω χάριν — помиловать;

    5) небольшой припуск (в шитье);

    αφήνω μιά χάρη στην άκρη τού μανικιού — отпустить немного рукав;

    § γιά χάρη σου — или προς χάριν σου — ради (или для) тебя, в угоду тебе;

    εχε χάρ, πού... — твоё счастье, что...;

    η χάρη θέλει αντίχαρη — погов, долг платежом красен

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χάρη

См. также в других словарях:

  • χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …   Dictionary of Greek

  • απανίστημι — ἀπανίστημι (Α) κ. ἀπανιστῶ (Μ) 1. κάνω κάποιον να φύγει, διώχνω 2. (απανίσταμαι) αφήνω μία χώρα, μεταναστεύω …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • επαφίεμαι — (AM ἐπαφίεμαι και ενεργ. ἐπαφίημι, Μ και ἐπαφίω) νεοελλ. εμπιστεύομαι τον εαυτό μου ή μια υπόθεση σε κάποιον («επαφίεμαι στην κρίση τού δικαστηρίου») αρχ. μσν. 1. αφήνω κάτι να πέσει, να παρασυρθεί 2. αφήνω κάτι να καλυφθεί 3. ρίχνω εναντίον… …   Dictionary of Greek

  • παρίημι — Α 1. αφήνω κάτι να πέσει δίπλα ή κοντά σε κάτι 2. αφήνω να πέσει κάτι από αμέλεια 3. παρέρχομαι, παραλείπω κάτι 4. περνώ κάτι χωρίς να τό προσέξω, αδιαφορώ για κάτι («τά παθήματα παρεῑσ ἐάσω», Σοφ.) 5. παραμελώ να κάνω κάτι («παρέντα τοῡ μὲν τὸ… …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …   Dictionary of Greek

  • πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»